
Το Οθωμανικό Θέατρο Σκιών λέγεται πως έφτασε στο Ελληνικό Βασίλειο στα μέσα του 19ου αιώνα με το θρυλικό Γιάννη Μπράχαλη από την Κωνσταντινούπολη. Η άποψη αυτή δεν είναι απολύτως πιστή στην πραγματικότητα, διότι οι καραγκιοζοπαίχτες της τουρκοκρατούμενης Ηπείρου ήταν ήδη γνωστοί στην ελεύθερη Ελλάδα, όπως ήταν γνωστός και ο Οθωμανικός μπερντές στην Πελοπόννησο τουλάχιστον από το έτος 1799 και σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γάλλου περιηγητή Πουκεβίλ.
Μολονότι δεν αμφισβητείται η καλλιτεχνική δράση του Μπράχαλη, θεωρείται απίθανο να έφερε πρώτος αυτός την τέχνη του Θεάτρου Σκιών στην Ελλάδα. Η τέχνη του Καραγκιόζη υπήρχε ήδη σε πρωτόλεια μορφή στην Αθήνα από την ίδρυση κιόλας του νέου κράτους, κάτι που είναι λογικό για μια πρωτεύουσα που προσέλκυε κάθε μορφή θεάματος και τέχνης. Ωστόσο, η ανατολικής προέλευσης τέχνη του Θεάτρου Σκιών δεν αναπτύχθηκε στην Αθήνα επί Όθωνα λόγω κυρίως της πολιτικής των Βαυαρών που προωθούσαν την παράδοση του δυτικού πολιτισμού και αποστρεφόταν την ανατολίτικη παράδοση.

Η παραπάνω άποψη συμφωνεί απόλυτα με τη γεωγραφική δομή της δυτικής Ελλάδας, όπου η Πάτρα κατέχει κυρίαρχη θέση συνδέοντας τη νοτιοδυτική Πελοπόννησο με τη δυτική Στερεά και την Ήπειρο. Με την έννοια αυτή ερμηνεύεται πολύ εύκολα η πρόσβαση του Μίμαρου στα βορειότερα της Πάτρας μέρη, όπου δρούσαν οι Ηπειρώτες καλλιτέχνες, αλλά και στη νοτιότερη Πελοπόννησο. Διασχίζοντας τον εύφορο κάμπο της Ηλείας, ο Μίμαρος (όπως και οι μεταγενέστεροι καραγκιοζοπαίχτες) έδινε διαρκώς παραστάσεις μέχρι την Γαστούνη και την Καλαμάτα.
Είναι καλό όμως να εστιάσουμε και στην τελευταία γωνία ενός «γεωγραφικού» τριγώνου, το οποίο ξεκινούσε από τα Ιωάννινα, έφτανε στην Πάτρα και κατέληγε στην πρωτεύουσα. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η αθηναϊκή αστική τάξη ξαναθυμήθηκε τις βυζαντινές της ρίζες και έπαψε να ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με την αρχαιότητα. Μέσα σε αυτή τη γενικότερη αλλαγή, δημιουργήθηκαν και οι προϋποθέσεις για μια καινούργια μεγάλη ακμή του νεοελληνικού μπερντέ. Ο Γιάννης Ρούλιας, φορέας του ηπειρώτικου Καραγκιόζη, και ο Μίμαρος έδωσαν μια σειρά παραστάσεων στην Αθήνα, βάζοντας τις βάσεις για μια νέα καλλιτεχνική άνθιση μέσα από την οποία ξεπετάχτηκαν οι νέοι και πολλά υποσχόμενοι καραγκιοζοπαίχτες, όπως ο Αντώνης Μόλλας, ο Ντίνος Θεοδωρόπουλος, ο Χρήστος Χαρίδημος, ο Μανωλόπουλος και πολλοί άλλοι.

Μετά τη Μεταπολίτευση, ο Καραγκιόζης παύει να παίζεται στα μαντράκια και γνωρίζει μια νέα μορφή προβολής και δημοσιότητας αυτήν τη φορά με τις πανελλαδικά κυρίαρχες τηλεοπτικές εκπομπές (π.χ. του Ευγένιου Σπαθάρη) αλλά και με αμφισβητούμενη μέχρι και σήμερα αποτελεσματικότητα. Ειδικότερα, τα νέα κοινωνικά δεδομένα κατά το β’ μισό του 20ού αιώνα και κυρίως ο ανταγωνισμός του Καραγκιόζη με τα πολυσύνθετα μέσα μαζικής επικοινωνίας είχαν οδηγήσει σε μια σειρά σημαντικών μεταβολών όσον αφορά το κοινό του Θεάτρου Σκιών και τη δομή των παραστάσεών του. Το λεγόμενο παραδοσιακό λαϊκό κοινό των μεγάλων είχε αρχίσει σιγά αλλά σταθερά να εγκαταλείπει την τέχνη του Καραγκιόζη, με αποτέλεσμα οι καραγκιοζοπαίχτες να αναγκαστούν είτε να αλλάξουν επάγγελμα είτε να απευθυνθούν σε άλλο κοινό. Η αναζήτηση του νέου κοινού είχε οδηγήσει αρκετούς από αυτούς τους καλλιτέχνες στον παιδόκοσμο.
Σε ένα πρώτο βαθμό, οι διασκευές του Καραγκιόζη για δίσκους και κόμικς είχαν ήδη προετοιμάσει το έδαφος για τις επερχόμενες αλλαγές. Η μετάλλαξη όμως του λαϊκού Θεάτρου Σκιών σε παιδικό θέαμα οφειλόταν πρωτίστως στον «αμφιλεγόμενο» τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε ο Καραγκιόζης από την κρατική τηλεόραση. Η προβολή των εικοσάλεπτων παραστάσεων στην απογευματινή παιδική τηλεοπτική ζώνη επέβαλε στις συνειδήσεις μικρών και μεγάλων την πεποίθηση ότι το Θέατρο Σκιών απευθύνεται κυρίως στις μικρές ηλικίες.

Με την αυγή της νέας χιλιετίας, πολλές από αυτές τις μεταβολές έχουν ήδη παγιωθεί. Έτσι λοιπόν, η συντριπτική πλειοψηφία του κοινού στον Καραγκιόζη ανήκει πλέον στη σχολική και προσχολική ηλικία, κάτι που αναγκάζει τους καραγκιοζοπαίχτες να προσαρμόζουν κατάλληλα τη θεματική και το περιεχόμενο των έργων τους στις συγκεκριμένες ηλικίες. Σε γενικότερες γραμμές, στη σημερινή ψηφιακή εποχή, το Θέατρο Σκιών παλεύει για τη διάκριση με αντιπάλους τα πολυσύνθετα μέσα μαζικής επικοινωνίας και έχοντας ως σκοπό του να προσελκύσει ένα σταθερό κοινό στις παραστάσεις των σχολείων, των πολιτιστικών συλλόγων, των Δήμων και κυρίως των μόνιμων θεάτρων. Σε αυτήν την προσπάθεια, επικεφαλείς είναι οι παραδοσιακές εστίες του Καραγκιόζη, όπως η πρωτεύουσα, η συμπρωτεύουσα, η καραγκιοζομάνα Πάτρα και πολλές ακόμα ελληνικές πόλεις που είτε φιλοξενούν το Θέατρο Σκιών από παλιά είτε αρχίζουν να το γνωρίζουν καλύτερα στις μέρες μας...
Αρθρο του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη- Εκπαιδευτικού-Καραγκιοζοπαίχτη
Κοινοποιήστε το στο Facebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου