Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

Ιστορικό του νεοελληνικού θεάτρου σκιών

Το νεοελληνικό Θέατρο Σκιών ξεκινάει την ιστορία του με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους το 1830. Οι ρίζες του αναζητούνται στον Οθωμανικό και στον Ηπειρώτικο μπερντέ. Ο πρώτος άκμασε στην Κωνσταντινούπολη και σε αρκετά ακόμα ισχυρά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, ενώ ο δεύτερος εντοπίζεται κυρίως στην περιοχή της Ηπείρου και με επίκεντρο την πόλη των Ιωαννίνων από τις αρχές του 19ου αιώνα και εξής.
Το Οθωμανικό Θέατρο Σκιών λέγεται πως έφτασε στο Ελληνικό Βασίλειο στα μέσα του 19ου αιώνα με το θρυλικό Γιάννη Μπράχαλη από την Κωνσταντινούπολη. Η άποψη αυτή δεν είναι απολύτως πιστή στην πραγματικότητα, διότι οι καραγκιοζοπαίχτες της τουρκοκρατούμενης Ηπείρου ήταν ήδη γνωστοί στην ελεύθερη Ελλάδα, όπως ήταν γνωστός και ο Οθωμανικός μπερντές στην Πελοπόννησο τουλάχιστον από το έτος 1799 και σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γάλλου περιηγητή Πουκεβίλ.
Μολονότι δεν αμφισβητείται η καλλιτεχνική δράση του Μπράχαλη, θεωρείται απίθανο να έφερε πρώτος αυτός την τέχνη του Θεάτρου Σκιών στην Ελλάδα. Η τέχνη του Καραγκιόζη υπήρχε ήδη σε πρωτόλεια μορφή στην Αθήνα από την ίδρυση κιόλας του νέου κράτους, κάτι που είναι λογικό για μια πρωτεύουσα που προσέλκυε κάθε μορφή θεάματος και τέχνης. Ωστόσο, η ανατολικής προέλευσης τέχνη του Θεάτρου Σκιών δεν αναπτύχθηκε στην Αθήνα επί Όθωνα λόγω κυρίως της πολιτικής των Βαυαρών που προωθούσαν την παράδοση του δυτικού πολιτισμού και αποστρεφόταν την ανατολίτικη παράδοση.
Τελικά, ο Καραγκιόζης γνώρισε μεγάλη ακμή (κατά τον 19ο αιώνα) στην πόλη της Πάτρας, η οποία εκείνη την εποχή εξελισσόταν σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο. Πρωταγωνιστής αυτής της καλλιτεχνικής προσπάθειας ήταν ο πατρινός Δημήτρης Σαρδούνης(Σαρντούνης) ή Μίμαρος (1859 ή 1865-1912), ο οποίος πέρα από τη αξιόλογη μόρφωσή του, ήταν φορέας της οθωμανικής και κυρίως της ηπειρωτικής παράδοσης του Θεάτρου Σκιών. Εκτός από τη συνεργασία του με τον Μπράχαλη, πολύ σημαντικότερη θεωρείται και η μαθητεία του Μίμαρου κοντά στους Ηπειρώτες καραγκιοζοπαίχτες που έδιναν παραστάσεις στην ευρύτερη περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας.
Η παραπάνω άποψη συμφωνεί απόλυτα με τη γεωγραφική δομή της δυτικής Ελλάδας, όπου η Πάτρα κατέχει κυρίαρχη θέση συνδέοντας τη νοτιοδυτική Πελοπόννησο με τη δυτική Στερεά και την Ήπειρο. Με την έννοια αυτή ερμηνεύεται πολύ εύκολα η πρόσβαση του Μίμαρου στα βορειότερα της Πάτρας μέρη, όπου δρούσαν οι Ηπειρώτες καλλιτέχνες, αλλά και στη νοτιότερη Πελοπόννησο. Διασχίζοντας τον εύφορο κάμπο της Ηλείας, ο Μίμαρος (όπως και οι μεταγενέστεροι καραγκιοζοπαίχτες) έδινε διαρκώς παραστάσεις μέχρι την Γαστούνη και την Καλαμάτα.
Είναι καλό όμως να εστιάσουμε και στην τελευταία γωνία ενός «γεωγραφικού» τριγώνου, το οποίο ξεκινούσε από τα Ιωάννινα, έφτανε στην Πάτρα και κατέληγε στην πρωτεύουσα. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η αθηναϊκή αστική τάξη ξαναθυμήθηκε τις βυζαντινές της ρίζες και έπαψε να ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με την αρχαιότητα. Μέσα σε αυτή τη γενικότερη αλλαγή, δημιουργήθηκαν και οι προϋποθέσεις για μια καινούργια μεγάλη ακμή του νεοελληνικού μπερντέ. Ο Γιάννης Ρούλιας, φορέας του ηπειρώτικου Καραγκιόζη, και ο Μίμαρος έδωσαν μια σειρά παραστάσεων στην Αθήνα, βάζοντας τις βάσεις για μια νέα καλλιτεχνική άνθιση μέσα από την οποία ξεπετάχτηκαν οι νέοι και πολλά υποσχόμενοι καραγκιοζοπαίχτες, όπως ο Αντώνης Μόλλας, ο Ντίνος Θεοδωρόπουλος, ο Χρήστος Χαρίδημος, ο Μανωλόπουλος και πολλοί άλλοι.
Την ίδια εποχή βέβαια, ο Καραγκιόζης άρχισε να αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς και στην υπόλοιπη Ελλάδα, όπως στην Θεσσαλία με τον Μέμο και την Μακεδονία με τον Χαρίλαο, αλλά οι κύριες εστίες ανάπτυξής του παρέμειναν η Αθήνα και η Πάτρα. Η πορεία του Θεάτρου Σκιών παρέμεινε σταθερά ανοδική μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να ακολουθήσει η περίοδος της παρακμής. Η συγκεκριμένη παρακμή οφειλόταν αρχικά στη ραγδαία ανάπτυξη του ελληνικού κινηματόγραφου (μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1970) και κυρίως στην απόλυτη κυριαρχία της τηλεόρασης, ιδιαίτερα μετά τη Μεταπολίτευση.
Μετά τη Μεταπολίτευση, ο Καραγκιόζης παύει να παίζεται στα μαντράκια και γνωρίζει μια νέα μορφή προβολής και δημοσιότητας αυτήν τη φορά με τις πανελλαδικά κυρίαρχες τηλεοπτικές εκπομπές (π.χ. του Ευγένιου Σπαθάρη) αλλά και με αμφισβητούμενη μέχρι και σήμερα αποτελεσματικότητα. Ειδικότερα, τα νέα κοινωνικά δεδομένα κατά το β’ μισό του 20ού αιώνα και κυρίως ο ανταγωνισμός του Καραγκιόζη με τα πολυσύνθετα μέσα μαζικής επικοινωνίας είχαν οδηγήσει σε μια σειρά σημαντικών μεταβολών όσον αφορά το κοινό του Θεάτρου Σκιών και τη δομή των παραστάσεών του. Το λεγόμενο παραδοσιακό λαϊκό κοινό των μεγάλων είχε αρχίσει σιγά αλλά σταθερά να εγκαταλείπει την τέχνη του Καραγκιόζη, με αποτέλεσμα οι καραγκιοζοπαίχτες να αναγκαστούν είτε να αλλάξουν επάγγελμα είτε να απευθυνθούν σε άλλο κοινό. Η αναζήτηση του νέου κοινού είχε οδηγήσει αρκετούς από αυτούς τους καλλιτέχνες στον παιδόκοσμο.
Σε ένα πρώτο βαθμό, οι διασκευές του Καραγκιόζη για δίσκους και κόμικς είχαν ήδη προετοιμάσει το έδαφος για τις επερχόμενες αλλαγές. Η μετάλλαξη όμως του λαϊκού Θεάτρου Σκιών σε παιδικό θέαμα οφειλόταν πρωτίστως στον «αμφιλεγόμενο» τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε ο Καραγκιόζης από την κρατική τηλεόραση. Η προβολή των εικοσάλεπτων παραστάσεων στην απογευματινή παιδική τηλεοπτική ζώνη επέβαλε στις συνειδήσεις μικρών και μεγάλων την πεποίθηση ότι το Θέατρο Σκιών απευθύνεται κυρίως στις μικρές ηλικίες.
Οι μεταβολές αυτές συνοδεύτηκαν και από τη σταδιακή εισαγωγή του Καραγκιόζη στα σχολικά βιβλία και τις σχολικές εκδηλώσεις κατά τη δεκαετία του 1980. Την ίδια εποχή, διατυπώθηκαν και ορισμένες απόψεις σχετικά με την προσπάθεια μιας διαφορετικής προσέγγισης του Θεάτρου Σκιών ως παιδικό θέαμα. Αυτή η νέα προσέγγιση προσανατολιζόταν όχι τόσο προς το παραδοσιακό αλλά προς ένα νέο έντεχνο περιεχόμενο, το οποίο θα αντλούνταν από τον πλούτο της ελληνικής παράδοσης, χωρίς να κινείται αποκλειστικά και μόνο γύρω από το πρόσωπο του Καραγκιόζη.
Με την αυγή της νέας χιλιετίας, πολλές από αυτές τις μεταβολές έχουν ήδη παγιωθεί. Έτσι λοιπόν, η συντριπτική πλειοψηφία του κοινού στον Καραγκιόζη ανήκει πλέον στη σχολική και προσχολική ηλικία, κάτι που αναγκάζει τους καραγκιοζοπαίχτες να προσαρμόζουν κατάλληλα τη θεματική και το περιεχόμενο των έργων τους στις συγκεκριμένες ηλικίες. Σε γενικότερες γραμμές, στη σημερινή ψηφιακή εποχή, το Θέατρο Σκιών παλεύει για τη διάκριση με αντιπάλους τα πολυσύνθετα μέσα μαζικής επικοινωνίας και έχοντας ως σκοπό του να προσελκύσει ένα σταθερό κοινό στις παραστάσεις των σχολείων, των πολιτιστικών συλλόγων, των Δήμων και κυρίως των μόνιμων θεάτρων. Σε αυτήν την προσπάθεια, επικεφαλείς είναι οι παραδοσιακές εστίες του Καραγκιόζη, όπως η πρωτεύουσα, η συμπρωτεύουσα, η καραγκιοζομάνα Πάτρα και πολλές ακόμα ελληνικές πόλεις που είτε φιλοξενούν το Θέατρο Σκιών από παλιά είτε αρχίζουν να το γνωρίζουν καλύτερα στις μέρες μας...

Αρθρο του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη- Εκπαιδευτικού-Καραγκιοζοπαίχτη
Κοινοποιήστε το στο Facebook

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου